- .ήσεως
- ἥσεω̆ς , ἧσιςJewsand Christians in Egyptfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάτησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [πατώ] η σύνθλιψη, το πάτημα τών σταφυλιών στο πατητήρι … Dictionary of Greek
πίνυσις — ήσεως, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σύνεσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι] … Dictionary of Greek
παράρθρησις — ήσεως, ἡ, Α [παραρθρώ] 1. εξάρθρωση 2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα* … Dictionary of Greek
παράρρησις — ήσεως, ἡ, Α εσφαλμένη έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ρρησις (< ῥῆσις), πρβλ. αντί ρρησις, κατά ρρησις] … Dictionary of Greek
παράψησις — ήσεως, ἡ, Α το παράτριμμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψησις < θ. ψη τού ρ. *ψήω «τρίβω» (βλ. λ. ψήχω)] … Dictionary of Greek
παρέμβλησις — ήσεως, ἡ, Α [παρεμβάλλω] η στρατοπέδευση … Dictionary of Greek
παρήγησις — ήσεως, ἡ, Α το έργο τού δασκάλου, η διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἡγοῦμαι] … Dictionary of Greek
παραιώρησις — ήσεως, ἡ, Α [παραιωρώ] η ανάρτηση, το κρέμασμα ενός αντικειμένου κοντά σε κάποιον ή σε κάτι … Dictionary of Greek
παρακατάχρησις — ήσεως, ή Α [παρακαταχρώμαι] κακή χρήση … Dictionary of Greek
παραλύπησις — ήσεως, ἡ, Μ [παραλυπώ] παρενόχληση … Dictionary of Greek